Dictionary of Greek. 2013.
βασταγμός — και βασταμός, ο [βαστάζω] 1. το να μπορεί κανείς να ανεχθεί ή να υποφέρει κάτι 2. αντοχή, ισχύς 3. συγκράτημα, περιορισμός … Dictionary of Greek